- Δαμαστοριδης
- ΔαμαστορίδηςΔᾰμαστορίδης-ου ὅ Дамасторид, сын Дамастора т.е. Τληπόλεμος или Ἀγέλαος Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Δαμαστορίδης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμαστορίδην — Δαμαστορίδης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)